- πρόσελθε
- πρόσελθε s. προσέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πρόσελθε — προσέρχομαι come aor imperat act 2nd sg προσέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) προσέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσελθ' — πρόσελθε , προσέρχομαι come aor imperat act 2nd sg πρόσελθαι , προσέρχομαι come aor imperat mid 2nd sg πρόσελθα , προσέρχομαι come aor ind act 1st sg (homeric ionic) πρόσελθε , προσέρχομαι come aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσελθε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγομαι — και σπάν. ενεργ τ. φάγω Α τρώγω («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β φαγεῖν τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» αναλογικά προς τους τ. ἔδομαι, πίομαι] … Dictionary of Greek